

Ελάχιστος αισθάνεται σήμερα, όποιος επιχειρεί να εκφωνήσει λόγο πανηγυρικό, αφιερωμένο στη μνήμη ενός εκκλησιαστικού γεγονότος, παμμεγίστου και εξαιρετικού, που άλλαξε την πορεία του ανθρώπου, και εν τω νυν και εν τω μέλλοντι αιώνι.
Πρόκειται για το θαύμα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που κατεγράφη ιστορικώς, για να υπενθυμίζει διαρκώς ότι ο Πανάγαθος Τριαδικός Θεός, μανιώδης εραστής του ανθρώπου, επεμβαίνει στον ρου της ανθρώπινης ιστορίας θαυματουργικώς, ελευθερώνει το πλάσμα Του από τη δουλεία της αμαρτίας και το σώζει αιωνίως. Αρκεί ο άνθρωπος να Του το επιτρέψει, δηλαδή να Τον εμπιστευθεί, να πιστέψει στο Θαύμα, πριν αυτό συντελεστεί. Και τότε «Μεγάλα τα της Πίστεως κατορθώματα»!
Εννέα μήνες πριν τη Γέννηση του Χριστού, ποιος άνθρωπος από τον παλαιό κόσμο θα μπορούσε να πιστέψει στο θαύμα του Ευαγγελισμού, της Θείας Συλλήψεως, του Θείου Τόκου, της Θείας Γεννήσεως; Υπήρχε τότε ανθρώπινο μάτι να δει Αρχάγγελο; Υπήρχε ανθρώπου αυτί να τον ακούσει; Υπήρχε ανθρώπου στόμα να του μιλήσει;
Ναι, υπήρχε! Το πιο αγνό και καθαρό, το πιο φωτεινό και λαμπερό, το πιο ταπεινό και πράο κορίτσι που έφεραν στο τέλος του παλαιού κόσμου γονείς άγιοι: H Παρθένος Μαρία, η άσπιλος νύμφη, το πολύτιμο σκεύος Θείας εκλογής, η Παναγία Κόρη ανθρώπου! Μόνον Αυτή, η καθαρά και αμόλυντος θυγάτηρ Ιωακείμ και Άννης είδε και άκουσε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και άνοιξε εκείνα τα νεκταρώδη χείλη και ταπεινά απάντησε : «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. α΄38). Πίστεψε στο Θαύμα, πριν συμβεί. Κι έτσι το μέγιστο θαύμα συντελείται: ο Λόγος του Θεού ασπόρως σπείρεται και μυστικώς σαρκώνεται! Ο Νέος Αδάμ ταπεινώς γεννάται, αδίκως σταυρώνεται και τριήμερος νεκρός λαμπρώς ανασταίνεται, για να αναστήσει το ανθρώπινο γένος από τον θάνατο της αμαρτίας και να ανακαινίσει ολόκληρη την κτίση.
Εδώ και 3.000 (μη πω και 4.000) χρόνια, οι Έλληνες λέμε ακριβώς τις ίδιες ατάκες!
Μιλάμε την ίδια ακριβώς γλώσσα. Σε κανένα άλλο λαό δεν γίνεται αυτό.
Παραδείγματα:
1. Ένα χελιδόνι (ή ένας κούκος) δεν φέρνει την άνοιξη.
Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεἶ - Ειπώθηκε από τον Αίσωπο και έμεινε ως παροιμία που χρησιμοποιούσαν συχνά ο Αριστοτέλης, ο Στοβαίος και ο Αριστοφάνης. Επικράτησε η εκδοχή με τον κούκο.
2. Το ένα χέρι, νίβει το άλλο.
ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει - Στίχος του Πυθαγόρειου φιλόσοφου
και ποιητή, Επίχαρμου.
3. Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις.
Εί κακά τις σπείραι, κακά κέρδια αμήσειν - Ησίοδος.
4. Κάλλιο να σε ζηλεύουνε, παρά να σε λυπούνται.
Κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος- Πίνδαρος.
5. Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει.
Ἡ γλῶττα ἀνόστεος μὲν, ὀστέα θραύει- Σόλων.
6. Έπαθε και έμαθε.
τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, τὸν πάθει μάθος θέντα κυρίως ἔχειν. στάζει δ᾽ ἀνθ᾽ ὕπνου πρὸ καρδίας μνησιπήμων πόνος·… - Αισχύλος, Αγαμέμνων.
7. Σηκώθηκαν οι τρίχες μου.
Τριχὸς δ᾽ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται - Αισχύλος, Επτά επί Θήβας.
8. Ο άνδρας είναι η κολώνα του σπιτιού.
Ανήρ, στέγης στῦλον - Αισχύλος, Αγαμέμνων.
9. Χτύπα ξύλο.
Ἅπτεσθαι ξύλου - Αριστοφάνης.
10. Έπεσαν κάτω από τα γέλια.
Ώστε υπτίους, υπό του γέλωτος καταπεσείν - Αθήναιος.
11. Έγιναν θέατρο.
Εαυτούς εξεθεατρίουν - Πολύβιος.
12. Μη με συγχίζεις.
Μή μοι σύγχει - Όμηρος.
13. Την βάψαμε (τη βάρκα).
Η ναῦς ἔβαψεν - Ευριπίδης, Ορέστης στ. 705-707.
βάπτω=βυθίζω στο νέρο. Όταν λέγαμε: ναῦς ἔβαψεν=το πλοίο βυθίστηκε.
14. Μη με σκοτίζεις.
Αποσκότισον με - είπε ο Διογένης στον Μ.Αλέξανδρο.
15. Έγινε ο βίος αβίωτος.
Ἀβίωτον ζῶμεν βίον - Φιλήμων, 4ος αι. π.Χ.
16. Του πουλιού το γάλα.
ὀρνίθων γάλα - Πλούταρχος.
17. Λες τρίχες!
Τριχολογείν και τρίχας αναλέγεσθαι - Σουΐδας.
18. Άει στον κόρακα (την ακούς πολύ στη Θεσσαλία).
Πέμπειν εἰς κόρακας.
19. Δεν με μέλει.
οὐδέν μοι μέλει.
20. Πολλά λες.
Πολλά λαλεῖς (Στην Κύπρο θα το ακούς συνεχώς)
21. Να σκάσεις.
Διαρραγείης - Αριστοφάνης.
22. Κάθε αρχή και δύσκολη.
Αρχή δήπου παντός έργου χαλεπωτέρα.
23. Η αλήθεια είναι πικρή.
Έχει τι πικρὸν, ὁ τῆς ἀληθείας λόγος - Δίων.
24. Η αλήθεια δεν κρύβεται.
Ἀδύνατον τ' ἀληθές λαθεῖν - Μένανδρος.
25. Φοβάται και την σκιά του.
τὴν αὐτοῦ σκιὰν δέδοικεν - Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 62.
26. Τον αράπη κι αν τον πλένεις.
Αἰθίοπα σμήχεις - Πλούταρχος (στην ουσία σημαίνει, τον Αιθίοπα
(όσο κι) αν λευκαίνεις.
27. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή (η αεργία είναι ντροπή)
Έργον δ' ουδέν όνειδος, (αεργίη δε τ' όνειδος) - Ησίοδος.
28. Χτίζεις στην άμμο.
Εἰς ψάμμον οἰκοδομεῖς - Πλούταρχος.
29. Παρ' το αυγό και κούρευτο.
Ωον τίλλεις - Πλούταρχος.
30. Όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
Ώσπερ εισοράς εμέ - Σοφοκλής.
31. Μου λύθηκαν τα γόνατα.
Λύεται γούνατα - Όμηρος.
32. Θα σου δείξω εγώ, ποιος είμαι (απειλή).
Εγώ αυτώ δείξω, τις ειμί - Επίκτητος 3,2,10.
33. Δεν πας να κρεμαστείς;
Ούκ απάγξη; - Επίκτητος 3,1,32.
34. Κάνει σαν να του σκότωσε τον πατέρα (σα να του σκότωσε
τη μάνα, λέμε σήμερα εμείς)
Αν ούν εν τούτοις πλανηθώ, μη τι τον πατέρα απέκτεινα - Επίκτητος 1,7,31.
35. Βάζω το χέρι στην φωτιά.
Χείρα τ' εν ηγάνω βαλείν (ηγάνω=στο τηγάνι) - Ανακρέων Fragmenta Fr.91.
36. Μπλέξαμε τα μπούτια μας.
Πλέξαντες μηροίσι πέρι μηρούς - Ανακρέων.
Οι άνθρωποι αλλάζουν, η γλώσσα όμως θυμάται και η μνήμη ρέει στο αίμα μας.
Προ ημερών (6.12.204) αναχώρησε για την Χώρα των Ζώντων ο μεγάλος διανοητής, κριτικός θεάτρου, φιλόλογος, μεταφραστής Κων. Γεωργουσόπουλος, ο και Κ.Χ. Μύρης καλούμενος.
Διαβάστε πιο κάτω τον βίο του, όπως τον διηγήθηκε ο ίδιος το 2016. Αιωνία η μνήμη του.
Εμείς δημοσιεύουμε ένα, άλλου είδους, κείμενό του που αναφέρεται στις μνήμες του από τη Αταλαντιανή μάμμη του. Το προκρίναμε από την ανεξάντλητη βάση των γραφών του γιατί είναι «άλλου είδους». Έχουμε τη γνώμη ότι είναι εμπνευσμένο από τα πατερικά κείμενα, είναι το ίδιο μια προέκτασή τους, είναι πατερικό κείμενο. Φανερώνει, χωρίς άλλο, το γνήσιο ορθόδοξο φρόνημα και ήθος του εκλιπόντος.